ακροατικός

ακροατικός
ἀκροατικός, -ή, -όν (Α) [ἀκροατής]
1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός*
2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων
3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκροατικῶν — ἀκροᾱτικῶν , ἀκροατικός of fem gen pl ἀκροᾱτικῶν , ἀκροατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατικόν — ἀκροᾱτικόν , ἀκροατικός of masc acc sg ἀκροᾱτικόν , ἀκροατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατικούς — ἀκροᾱτικούς , ἀκροατικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατικάς — ἀκροᾱτικά̱ς , ἀκροατικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατικῶς — ἀκροᾱτικῶς , ἀκροατικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”