- ακροατικός
- ἀκροατικός, -ή, -όν (Α) [ἀκροατής]1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός*2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους.
Dictionary of Greek. 2013.